ὀκτάκωλος

ὀκτάκωλος
ὀκτάκωλος
of eight lines
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οκτάκωλος — ὀκτάκωλος, ον (Α) 1. (για στροφή ποιήματος) αυτή που αποτελείται από οκτώ στίχους 2. αυτός που αποτελείται από οκτώ κώλα, από οκτώ μέρη ή μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου»] …   Dictionary of Greek

  • ὀκτάκωλον — ὀκτάκωλος of eight lines masc/fem acc sg ὀκτάκωλος of eight lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”